- σατούρνιος
- -α, -ο, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αντίστοιχο τού Κρόνου ρωμαϊκό θεό Σατούρνο, κρόνιος2. φρ. «σατούρνιος στίχος»(μετρ.) στίχος τής λατινικής ποίησης, ιδίως τών Όσκων, τών Ομβρικών και τών Πελιγνών, που αποτελείται από δύο κώλα, από τα οποία το πρώτο είναι καταληκτική τετραποδία, το δεύτερο ακατάληκτη τριποδία, ενώ η τομή βρίσκεται μετά το πρώτο κώλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Saturnus (βλ. λ. Σατούρνος)].
Dictionary of Greek. 2013.